- στυλίζω
- ΜΑγελοιοποιώαρχ.υποοτηλώνω τα κλήματα αμπελιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος. Η σημ. τού ρ. παραμένει αμφίβολη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐστύλισαν — στυλίζω aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
υποστυλισμός — ὁ, Α υποστήριξη τών κλημάτων αμπελιού με στύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στυλισμός (< στυλίζω «υποστηλώνω τα κλήματα τής αμπέλου»)] … Dictionary of Greek